μηναίος

μηναίος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης, που βρισκόταν στην πατρίδα του, αποκεφαλίστηκε. Η μνήμη του τιμάται την 1η Αυγούστου.
* * *
-α, -ο (ΑΜ μηναῑος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και μηνίον και μηνιόν) [μήν]
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε μήνα, ο μηνιαίος
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηναίο(ν)
μισθός ενός μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα Μηναία
δώδεκα λειτουργικά βιβλία τής Εκκλησίας, ένα για κάθε μήνα, τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά κάθε μέρα η Εκκλησία κατά τη διάρκεια τού εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31 η Αυγούστου
μσν.
1. μισθωτή υπηρεσία
2. εκμίσθωση
3. φρ. α) «πιάνω εἰς τὸ μηνίον» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό
β) «ποιῶ μηνίον» — δίνω ή ορίζω μηνιαίο μισθό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηναίων — μηναῖος lunar fem gen pl μηναῖος lunar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναίοις — μηναῖος lunar masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναίου — μηναῖος lunar masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηναίῳ — μηναῖος lunar masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνίον — και μηνιόν, τὸ (Μ) βλ. μηναίος …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταμηναίος — και πεντηκονταμηνιαῑος, α, ον, Μ αυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + αῖος* (πρβλ. τρι μηναῖος)] …   Dictionary of Greek

  • ԱՄՍԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0075 Chronological Sequence: Early classical ա. Տ. ԱՄՍԱԿԱՆ. եւ ԱՄՍՕՐԵԱՅ. μηναῖος ամսըւան *Ամք լուսնականք, այս ինքն ամսաւորք. Եւս. քր. ՟Ա: *Ածէին ստէպ ստէպ տագնապաւ յամսաւոր յօր տօնի ծննդեան թագաւորին. ՟Բ. Մակ. ՟Զ. 7. յն. ՛յըստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՄՍՕՐԵԱՅ — (րէի, ից.) NBH 1 0075 Chronological Sequence: Early classical ա. μηναῖος menstruus, unius mensis Ունօղ զաւուրս միոյ ամսոյ. երեսնօրեայ՝ ըստ հասակի. մեկ ամսըւան, ամսըւան մը. ... *Յամսօրէից ʼի վեր առնիցէք հանդէս: Ամենայն արու յամսօրէից եւ ʼի վեր:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”